στῆμον

στῆμον
στήμων
warp
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ТКАЦКИЙ СТАНОК —    • Tēla,        1. ι̉στός, ткацкий станок и основа; textum и textile ( ύφασμα) называлась ткань, textrina (ι̉στών, ι̉στουργει̃ον), ткацкая мастерская, textores и textrices (υ̉φάνται и υ̉φάντριαι), ткачи и ткачихи; radius (κερκίς), ткацкий… …   Реальный словарь классических древностей

  • ωλεσίβωλος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει, που διαλύει τους βώλους («ἀρθροπέδαν στῆμόν τε καὶ ὠλεσίβωλον ἀρούρης σφῡραν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. τού αρχ. ὀλεσί βωλος* με μακρό φωνηεντισμό ω για διευθέτηση μετρικών αναγκών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”